- παρδαλώνω
- παρδάλωσα, παρδαλώθηκα, παρδαλωμένος, κάνω κάποιον παρδαλό, ποικιλόχρωμο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παρδαλώνω — [παρδαλός] κάνω κάτι παρδαλό, τού μεταβάλλω το χρώμα και τό κάνω πολύχρωμο … Dictionary of Greek